χρωννύω

χρωννύω
(αόρ. έχρωσα, παθ. αόρ. εχρώσθην) см. χρωματίζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χρωννύω" в других словарях:

  • χρωννύω — ΜΑ βλ. χρώννυμι …   Dictionary of Greek

  • χρωννύω — χρώζω pres subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρώννυμι — και χρωννύω, ΜΑ 1. χρωματίζω, βάφω, προσδίδω χρώμα σε κάτι (α. «χρωσάτω τὴν κόμην», Λουκιαν. β. «τεχνητὸν ἔρευθος αὐτῇ τὰς παρειὰς χρώννυσιν», Θεμίστ.) 2. μτφ. (σχετικά με λόγο) προσδίδω ιδιαιτερότητα στο ύφος («εἶτα ἐπιθεὶς τὴν τάξιν, ἐπαγέτω τὸ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»